- ἄκυτος
- ἄκυτοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άκυτος — Βλ. λ. Ακοίτιο. * * * ἄκυτος, ον (Α) ο ἀκύμων (ΙΙ)*, ο ἄτοκος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + κύω) … Dictionary of Greek
ὤκυτος — ἄκυτος , ἄκυτος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλός — I Νησί (150,6 τ. χλμ., 4.771 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, το νοτιοδυτικότερο στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων. Πρωτεύουσα του νησιού είναι ο ομώνυμος οικισμός (υψόμ. 200 μ., 792 κάτ.). Διοικητικά το νησί αποτελεί δήμο του νομού Κυκλάδων. Νησί… … Dictionary of Greek
ὠκύτου — ἀκύτου , ἄκυτος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)